Τα είδη των κρητικών τραγουδιών είναι: οι Μαντινάδες, τα Ριζίτικα, τα Πολύστιχα Ιστορικά Αφηγηματικά, τα Μοιρολόγια και τα Ταμπαχανιώτικα.
Οι μαντινάδες είναι η πιο συνηθισμένη μορφή λαϊκού τραγουδιού και αποτελούν ποιητικό είδος το οποίο απαντάται σε ολόκληρη την Κρήτη. Είναι δίστιχα τραγούδια, που αποτελούνται από δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Ο όρος μαντινάδα προέρχεται από τη βενετσιάνικη λέξη matinada, που μεταφράζεται ως «πρωινή καντάδα» και σημαίνει το ερωτικό τραγούδι που τραγουδιόταν τις πρωινές ώρες κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης.
Η σύνθεση των μαντινάδων είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη, αφού μέσα σε ένα αυτοσχέδιο δίστιχο περικλείεται ένα πλήρες νόημα. Οι περισσότερες μαντινάδες αναφέρονται στον έρωτα και την αγάπη. Υπάρχουν, όμως, και πολλές γνωμικές, διδακτικές, φιλοσοφικές, πειραχτικές, σκωπτικές, τολμηρές κ.λπ. Έχουμε ακόμα δίστιχα της βάπτισης, του αρραβώνα, του γάμου, του Κλήδονα, της κλεψιάς, της βεντέτας, της φυλακής κ.λπ. Τραγουδιόνται με ή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων, πάνω στις μελωδίες των παραδοσιακών κρητικών χορών - χανιώτικου (συρτού), σιγανού, σούστας (Ρεθύμνου), μαλεβιζώτη, αγκαλιαστού κ.λπ. - των σκοπών της ρίμας, του Ερωτόκριτου και άλλων, όμως η πιο συνηθισμένη μελωδία πάνω στην οποία τραγουδιόνται οι κοντυλιές.
Οι κοντυλιές είναι ένα από τα βασικότερα είδη της κρητικής μουσικής, με μακραίωνη παράδοση και ρίζες στην Ανατολική Κρήτη. Στην ουσία πρόκειται για μουσικές φράσεις, από τις οποίες συγκροτούνται οργανικές μελωδίες, τραγούδια ακόμα και χοροί. Περίφημες είναι οι περίτεχνες κοντυλιές από τις επαρχίες Σητείας και Iεράπετρας (που άλλοτε τραγουδιόνται και άλλοτε όχι, με γρήγορη ή αργή ρυθμική αγωγή και οι οποίες ενίοτε χορεύονται). Παίρνουν διάφορες ονομασίες: στειακές κοντυλιές, ιεραπετρίτικες κοντυλιές, κοντυλιές της νύχτας, κοντυλιές Καλογερίδη, κοντυλιές του Αλή, και ανάλογα με την τονικότητά τους κοντυλιές στη φα, κοντυλιές στη ντο, κοντυλιές στη ρε κ.λπ.
Στις μέρες μας, η λέξη κοντυλιά δεν είναι αποκλειστικά ταυτισμένη με τις μελωδίες τις Ανατολικής Κρήτης. Για τους περισσότερους, έχει τη σημασία της μουσικής που αποδίδει η λύρα ή το βιολί, δηλαδή τη δοξαριά, με τον ίδιο τρόπο που η λέξη πενιά σημαίνει τη μουσική του λαγούτου, του μπουζουκιού ή του μαντολίνου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ονομάζονται κοντυλιές και άλλοι εξαίρετοι σκοποί, που διαμορφώθηκαν στην Κεντρική Κρήτη, στους νομούς Ρεθύμνου και Ηρακλείου, πάνω στις μελωδίες των οποίων αποδίδονται ενίοτε μαντινάδες ή πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια, καθώς και η μουσική του σιγανού χορού, με την πιο αργή ρυθμική αγωγή, όπως αυτός αποδίδεται σε διάφορες περιοχές του νομού Ρεθύμνου.
Οι περισσότερες κοντυλιές θεωρούνται παραδοσιακές, δηλαδή παλαιές, που αγνοούμε το πώς και από ποιον ή ποιους δημιουργήθηκαν. Υπάρχουν, όμως, και αρκετές οι οποίες αποτελούν προσωπικές δημιουργίες ή διασκευές, όπως οι κοντυλιές Kαλογερίδη και οι κοντυλιές του Αλή στο νομό Λασιθίου και οι κοντυλιές του Καραβίτη στην επαρχία Aγ. Bασιλείου Pεθύμνης.
Σύμφωνα με τη γνώμη του μουσικού Γιάννη Nτεληβασίλη, την οποία κατέγραψε η εξαίρετη λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, ο όρος κοντυλιά έχει την εξής αρχή: “Στα παλιά τα χρόνια μουσικό όργανο στην Kρήτη ήταν ο αυλός (χαμπιόλι ή μ(π)αντούρα), φτιαγμένος από καλάμι. Στο καλάμι το αναμεταξύ στα γόνατα μέρος λέγεται κόντυλας. Έτσι, μια που η μουσική των μαντινάδων παιζόταν πάνω στον κόντυλα (αφού εκεί ανοίγονται οι τρύπες), πήρε από ’κει τ’ όνομα κοντυλιά.”
Τα τραγούδια του νομού Χανίων, με δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, είναι ένα από τα πιο γνωστά είδη των κρητικών τραγουδιών. Στους ντόπιους είναι γνωστά και ως λευκορείτικα τραγούδια, μιας και προέρχονται από τα χωριά που βρίσκονται στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Εκεί διαμορφώθηκαν, αναπτύχθηκαν και διατηρούνται στην πιο αυθεντική τους μορφή. Αρκετά από αυτά τα λένε και σφακιανά, επειδή πολλά από αυτά αναφέρονται στα Σφακιά ή σε Σφακιανούς. Στις μέρες μας οι περισσότεροι τα γνωρίζουν ως ριζίτικα. Να σημειωθεί, όμως, ότι η ονομασία αυτή είναι ένας όρος που επινοήθηκε, υιοθετήθηκε, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τελικά τον 20ο αιώνα. Δόθηκε από τους νεότερους μελετητές και οφείλεται στο ότι είναι προϊόντα της ρίζας, δηλαδή των πρόποδων των βουνών. Μια άλλη εκδοχή θέλει τα ριζίτικα να προέρχονται από την αρχαία Ριζηνία, τα σημερινά Μεσκλά της επαρχίας Κυδωνίας. Τα συνέθεσαν οι ριζίτες, οι κάτοικοι των ψηλών χωριών που διατηρούν ολοζώντανα τα προαιώνια ήθη και έθιμα της Κρήτης.
Για την προέλευση των λευκορείτικων τραγουδιών δεν έχουμε πολλά εξακριβωμένα στοιχεία. Τα περισσότερα είναι δημιουργήματα των αιώνων της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Βέβαιο είναι ότι οι ρίζες τους φτάνουν μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο, ενώ αρκετοί σύγχρονοι μελετητές έχουν τη γνώμη πως τα ριζίτικα αποτελούν τη συνέχεια των πολεμικών ασμάτων των Δωριαίων, που εγκαταστάθηκαν γύρω στα 1000 π. Χ. στις ορεινές περιοχές των Χανίων και διατήρησαν τις πανάρχαιες παραδόσεις τους αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου.
Τα θέματά τους είναι πολλά, η αγάπη για τη λευτεριά, ο θαυμασμός απέναντι στους ανδρειωμένους, τα συναισθήματα για τη φιλία και τη φιλοξενία, η ποιμενική ζωή, η αγάπη για τη φύση, οι οικογενειακοί δεσμοί, η βεντέτα, ακόμη και ο έρωτας. Υπάρχουν, όμως, και αρκετά που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα της κρητικής ιστορίας.
Τα λευκορείτικα τραγουδιούνται acapella, δηλαδή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων. Οι γνωστοί μέχρι σήμερα σκοποί είναι 32 ή λίγο περισσότεροι με μικρές παραλλαγές. Υπάρχουν όμως και άλλα 47 ιδιόμελα τραγούδια του είδους. Η μουσική των ριζίτικων τραγουδιών αποτελεί ένα θέμα με ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς η μελωδία υποτάσσει το στίχο και τον προσαρμόζει στα δικά της καλούπια. Υπάρχουν δύο είδη τραγουδιών. Αυτά που τραγουδιούνται στην τάβλα, δηλαδή τα επιτραπέζια, και λέγονται τραγούδια και αυτά που τραγουδιούνται στην στράτα ή κατά τη διάρκεια πορείας και λέγονται της στράτας. Τα τραγούδια της στράτας τα έλεγαν οι ριζίτες όταν έκαναν μακρινές πορείες από το ένα χωριό στο άλλο, όπως για παράδειγμα στη περίπτωση του γάμου, όπου γινόταν η μεταφορά της προίκας και η γαμήλια πομπή (ψήκι) συνόδευε τη νύφη στο νέο της σπιτικό. Επειδή πολύ συχνά οι μακρινές μετακινήσεις στα ορεινά και δύσβατα μέρη γίνονταν καβάλα σε άλογα, μουλάρια ή γαϊδούρια, η μελωδία των τραγουδιών της στράτας είναι προσαρμοσμένη στο βάδισμα των ζώων αυτών και μοιάζει με έφιππο εμβατήριο. Τα τραγούδια της στράτας έχουν ένα μόνο μουσικό σκοπό, δυναμικό και βαρύ.
Τα τραγούδια αυτά αποτελούν στο νομό Χανίων τις πλέον χαρακτηριστικές εκδηλώσεις στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, στις γιορτές και τα πανηγύρια, στα βαπτίσια, τους αρραβώνες και τους γάμους.
Τα πολύστιχα ιστορικά - αφηγηματικά τραγούδια είναι γνωστά σε όλη την Κρήτη και ονομάζονται ρίμες. Αναφέρονται σε πρόσωπα ή γεγονότα της κρητικής ιστορίας με τοπική ή ευρύτερη διάσταση, συνεχίζοντας έτσι, την παράδοση της έμμετρης λαϊκής χρονικογραφίας των μεταβυζαντινών χρόνων. Όλα σχεδόν είναι γραμμένα με τον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Όσο πιο εκτενή είναι, τόσο πιο αξιόλογα θεωρούνται, σε αντίθεση με τα ριζίτικα, που η δύναμή τους κρύβεται στην συντομία τους. Τα τραγούδια αυτά, όπως και τα ριζίτικα, αποτελούν μια αξιόλογη πηγή της ιστορικής έρευνας αν και μερικές φορές, λόγω προτεραιότητας του ποιητικού στοιχείου εκφράζουν κάποιες ανακρίβειες. Δίνουν άλλοτε μια πιο πιστή και άλλοτε μια πιο ελεύθερη εικόνα διαφόρων σημαντικών προσωπικοτήτων ή γεγονότων που χάραξαν την πορεία του λαού της Κρήτης ή ολόκληρου του Ελληνισμού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα ρίμας είναι: το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», το «Τραγούδι του πύργου του Αλιδάκη», το «Τραγούδι του Θοδωρομανώλη», το «Τραγούδι του Καπετάν Μιχάλη Κόρακα» και άλλα.
Τα μοιρολόγια είναι τα λυπητερά τραγούδια που αναφέρονται στο θάνατο. Άλλοτε απευθύνονται στο εκλιπόν συγγενικό πρόσωπο (μάνα, πατέρα, αδερφό-ή, σύζυγο, γιο, κόρη) κι άλλοτε στον ίδιο το Χάρο ή το Νάδη. Χωρίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες. Στα γνωστά, κοινά μοιρολόγια και στα πρωτότυπα ή αυθόρμητα δημιουργήματα της στιγμής. Τα πρώτα συναντά κανείς σε διάφορες συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών της Κρήτης. Τα αυθόρμητα μοιρολόγια δεν υπάρχουν γενικά στις συλλογές, καθώς ή περισυλλογή τέτοιων τραγουδιών ήταν σχεδόν αδύνατη, γιατί ήταν απαγορευμένο σε άσχετους να βρίσκονται σε χώρο όπου οι συγγενείς έκλαιγαν το νεκρό τους. Συνέβη όμως κάποιος να διατηρήσει στη μνήμη του, ολόκληρο ή αποσπασματικά, ένα γνήσιο αυθόρμητο μοιρολόι που ειπώθηκε σε ένα συγκεκριμένο νεκρό. Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκαν ελάχιστα δείγματα από πρωτότυπα μοιρολόγια. Λίγα δείγματα αυτού του είδους δημοσιεύθηκαν από το Νίκο Αγγελή τη δεκαετία του 60’. Τα μοιρολόγια συγκροτούνται από δεκαπεντασύλλαβους, άλλοτε ομοιοκατάληκτους και άλλοτε ανομοιοκατάληκτους στίχους, ενώ ένας άλλος, ακόμα, τύπος μοιρολογιού είναι τα ενδεκασύλλαβα ή δωδεκασύλλαβα με ομοιοκατάληκτο στίχο. Παραθέτουμε τρία εξαιρετικά μοιρολόγια από τη συλλογή του Νίκου Αγγελή.
Το πρώτο με δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο είναι αφιερωμένο στη μεγάλη συμφορά της Κανάκαινας, απ’ τ’ Ασκύφου Σφακίων, που σκότωσαν τους τρεις της γιους.
«Χριστέ και να κατέβαινε βρύση απ’ τη Μαδάρα
να πορπατεί κλιτά, κλιτά, να ‘ρχεται αγάλι, αγάλι,
να βρει τσι γούρνες εύκαιρες να μπει να τσι γεμίσει
να πλύνουν οι ανύπλητες, να πλύνουν κι οι πλυμένες,
να πλύνει κι η Κανάκαινα τα ματωμένα ρούχα.»
Το δεύτερο με δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο είναι το μοιρολόι που τραγούδησε η Βίγλαινα από τα Σφακιά για το γιο της, που ήταν βοσκός και καθώς κυνηγούσε, γκρεμίστηκε στα πλευρά του φαραγγιού της Σαμαριάς. Όπως, όμως, έπεφτε σκοτωμένος στο χάος, πιάστηκε από κάποια κλαδιά και έμεινε μετέωρος.
«Έθαψα ‘γω κι απ’ αρρωσιά, έθαψα κι από μπάλα
πέντε ‘σαν κι αποθάνασι ούλα μιτσά, μεγάλα.
Σα το δικό σου τον καημό, άλλο καημό δεν είχα
να σε θωρώ να κρέμεσαι τη μέρα και τη νύχτα.
Πνιγμός, γκρεμνός του τσιφτελή, του τυχερού είν΄ η σφαίρα,
μα ‘σένα σου ‘τανε γραφτό να λιώσεις στον αέρα.»
Το τρίτο με ενδεκασύλλαβο και δωδεκασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο είναι της Ζαμπέταινας από την Ανώπολη Σφακίων, η οποία το τραγούδησε για το γιο της, που σκοτώθηκε στις πρώτες μάχες της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη το 1770.
«Μαρμαρωμένο σε θωρώ, Πωλιό μου,
αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου.
Μιλώ σου και δε μου μιλείς, κλωνάρι μου,
πιάνω σε και μου φεύγεις, παλικάρι μου.
Που πάεις με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου,
που πάεις με τέτοιον ήλιο, σύντροφέ μου;»
Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι τα κρητικά μοιρολόγια απλώνουν τις ρίζες τους στο πολύ μακρινό παρελθόν και ότι πρόκειται για τη συνέχεια των ομηρικών θρηνωδών ασμάτων, τα οποία επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων και έφτασαν μέχρι την εποχή μας.
Τα ταμπαχανιώτικα είναι τα αστικά νταλκαδιάρικα τραγούδια της Κρήτης στα οποία συνδυάζονται αρμονικά η κρητική λαϊκή μουσική με τη μικρασιάτικη και τη ρεμπέτικη. Αποδίδονται με μπουλγαρί ή λαούτο. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή την περίοδο του Μεσοπολέμου στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Τα παλαιότερα ταμπαχανιώτικα εντοπίζονται στα Χανιά. Ένα από αυτά είναι ο περίφημος «Σταφιδιανός» του εξωμότη Κρητικού Μεχμέτ Μπέη Σταφιδάκη. Η ετυμολογία του όρου ταμπαχανιώτικα συνδέεται με τους ταμπάκηδες, δηλαδή τους βυρσοδέψες και τα ταμπάχανα. Σύντομα θα δημοσιευτεί σχετικό άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου