Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ΠΙΤΣΑ- ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

Η κοινότης προήλθε από τον τ. δήμο Ευρωστίνης το 1912. Είναι ένας οικισμός ορεινός στη δυτική πλευρά του Πιτσαδαίικου Αη Λια. Υπήρχε ακόμα μεταξύ Κάτω Λουτρού και Λυκοποριάς αραιοκατοικημένος οικισμός από καλύβια για να εξυπηρετούνται οι αγρότες, τα "Πιτσαδαίικα". Το 1915 ορίστηκαν σαν έδρα της κοινότητας τα Πιτσαδαίικα, ενώ στις απογραφές του 1920, 1928 δεν αναφέρεται το όνομα Πιτσαδαίικα αλλά Κάτω Πιτσά. Οι κάτοικοι το ονόμαζαν "το Πιτσά" ή του "Πιτσά", ενώ το ορεινό Πιτσά λέγεται τώρα Απάνω Πιτσά. Ο Μηλιαράκης το σημειώνει ως Μπιτσά και αναφέρεται βέβαια στο ορεινό χωριό, απ’ όπου κατέβηκαν οι Πιτσαδαίοι της παραλίας, για να συγκροτήσουν τα σημερινά Πιτσαδαίικα ή Πιτσά.
Το όνομα του χωριού είναι αλβανικό. Είναι το μοναδικό χωριό όπου εξακολουθούσαν να μιλιούνται τ’ αρβανίτικα μέχρι πριν λίγα χρόνια. Παλαιότερα τα μιλούσαν και οι γεροντότεροι κάτοικοι από το Άνω Λουτρό, το Κούτσι και το Τσερεγούνι.
Αν η λέξη έχει σχέση με το Πίκεζα ή Μπίκεζα της Αττικής, που ανάγεται στο αλβανικό pike, υποκορ. pikeze (κορυφή), τότε αυτή πρέπει να είναι η αρχική σημασία του ονόματος, που αναφέρεται βέβαια στο Άνω Πιτσά. Είναι όμως πιθανόν η λέξη να προέρχεται από βράχυνση της λέξεως Πιτσάρι και Πιτσάρι είναι ένα αλβανόφωνο χωριό της Β. Ηπείρου. Από αυτό το χωριό έφυγαν κάποιον καιρό οι κάτοικοι (κατά την παράδοση, ύστερα από επιδημία χολέρας) κι έφτασαν εδώ. Εν τούτοις ο πληθυντικός Πιτσαδαίοι (οι κάτοικοι της Πιτσά) μας οδηγεί σ’ έναν αρχικό τύπο Πιτσάδι, όχι Πιτσάρι. Διαφορετικά η λέξη θα ήταν Πιτσαίοι, όπως Καμαραίοι, Λουτραίοι. Είναι επίσης δυνατό να ξεκινήσουμε από όνομα προσώπου Πιτσάς, πληθ. Πιτσάδες και απ’ αυτό Πιτσαδαίοι και Πιτσαδαίικα. Πράγματι ο δ. Βαγιακάκος κατατάσσει το Πιτσά στα κυριώνυμα (Καλύβια του Μπιτσά).
Η θέση του έκανε τον Λουδοβίκο Ρος να υποστηρίξει την άποψη ότι στο Άνω Πιτσά ήταν η τοποθεσία της αρχαίας Γονόεσσας ή Δονούσσας: "Μεταξύ Πελλήνης και Αιγείρας έκειτο η Γονόεσσσα, Γονούσσα ή Δονούσσα, πόλισμα γνωστόν ήδη εις τον Όμηρον και περίφημον δια την υψηλήν του θέσιν εις την άκραν τινός όρους. Δια τούτο πρέπει να το θέσωμεν εις το βουνόν της Πετσάς (sic)". Το πραγματικό όνομα του βουνού (καθώς και του χωριού που ήταν χτισμένο πάνω σ’ αυτό και που κατοικείτο μέχρι λίγα χρόνια πριν) είναι Πιτσά ή Πιτσαδαίικο βουνό, βρίσκεται δυτικότερα από την Κορυφή (Παναγία της Κορυφής) και ανατολικότερα, (ΒΑ), από το Μαυριόρος και προσφέρεται, είναι η αλήθεια, περισσότερο από την Κορυφή για εγκατάσταση οικισμού. Στο σπήλαιο του βουνού αυτού (Σπηλιά Σαφτουλή) βρέθηκαν πριν από μερικά χρόνια οι περίφημοι και μοναδικοί αρχαϊκοί ζωγραφικοί πίνακες που απόκεινται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι λόγοι ωστόσο που συνηγορούν για την ταύτιση Δονούσσας και Κορυφής, όχι Πιτσά, είναι ισχυρότεροι.
Το 1851 στο Άνω Πιτσά κατά την απογραφή που έγινε ευρέθησαν 417 κάτοικοι. Ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής (1170-1855) έγραφε στα "ελληνικά" του για το Πιτσά. "Πιτσά ΒΔ της Σκούπας, προϊόντα οίνος, έλαιον, κριθή, 1 μικρόν δάσος. Το υπερκείμενον όρος έχει ύψος 1.144 γαλλομέτρων - 102 κατοικίας και 417 κατοίκους".
Κι ο Αντώνιος Μηλιαράκης το 1886 στο βιβλίο του "Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας", σσ. 126-132 σημειώνει:
"Μεταξύ δε Σκουπέϊκου και Φονίσσης κείνται τα εξής χωρία: Του Μπιτσά με κατοίκους 216 εις τα δυτικάς ανωτάτας υπωρείας μακρού υψηλού όρους ύψους 1.144 μ., Κούτσι (κάτοικοι 154) προς Α του Μπιτσά, Λούζι (κάτ. 151). Τα καλύβια του Μπιτσά ή Κάτω Μπιτσά εν ρευματιά ένθα και ελαιών και παρά την παρλίαν και σταφιδάμπελοι… Εν τω Δήμω τούτω τα χωρία… Κούτσι, Λούζι, Λουτρό, Άνω και Κάτω, Μπιτσά, Σκούπα, Τσερεγούνι οικούνται εξ Αλβανών"…
Στο σημείο αυτό πρέπει να εξηγήσουμε ότι με το "οικούνται εξ Αλβανών" ο Μηλιαράκης, εννοεί αλβανοφώνων Ελλήνων που μιλούσαν το γνωστό ελληνοαλβανικό ιδίωμα, δεδομένου ότι οι Αλβανοί που είχαν εγκατασταθεί στο Άνω Μπιτσά είχαν με την πάροδο του χρόνου απορροφηθεί από το ελληνικό στοιχείο.
Από τις πηγές αυτές αποδεικνύεται ότι το Άνω Πιτσά είναι κατοικημένο από πολύ παλιά, αν και μόλις το 1886 βρίσκουμε μνημονευόμενο τον οικισμό.
Οι κάτοικοι του Άνω Πιτσά ασχολούνταν με την κτηνοτροφία αλλά και με την αμπελουργία και ελαιοκαλλιέργεια. Διέμεναν σε μικρά πέτρινα ή πλίθινα σπίτια και είχαν διατηρήσει μερικά έθιμα από τους πρώτους Αλβανούς που κατοίκησαν στο Πιτσά, επίσης χαρακτηριστικά είναι τα τοπωνύμια που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα με αλβανική προέλευση όπως Κρόη Πάλα (βρύση Πάλα), Σκιμπικούκι (βράχος κόκκινος), Ράχα (Ράχη) κ.ά.
Πηγαίνοντας απ’ το Κάτω Πιτσά συναντούμε την τοποθεσία Τσούκα και τα Καλύβια. Σ’ αυτά κατοίκησαν οι Πιτσαδιαίοι πριν κατέβουν στην παραλία. Οι τοποθεσίες Γκούρη-Κλιάτη (μεγάλη πέτρα), Νέση, Ριλαγκίνου, Καταφύγι, αρβανίτικες οι πιο πολλές, μας φέρνουν στο Άνω Πιτσά. Το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς το 1944. Τα ψηλότερα σημεία είναι η Γκιάφα, υψ. 1.147 μ., Σωτήρα υψόμ. 1.100 μ. Το Πιτσαδαίικο βουνό έχει και αυτό τα σπήλαιά του που χρησίμευαν για καταφύγια την εποχή της Τουρκοκρατίας (σπηλιά Σαφτουλή, Λογοθέτη, Κατάκαλος, Δήμου, Σκαφιδιά). Το κλίμα του Άνω Πιτσά είναι πολύ υγιεινό, ξηρό και δροσερό. Το χωριό γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο που γινόταν μεγάλο πανηγύρι γιατί η μητρόπολή του είναι ο ναός της Παναγίας και εξωκλήσια των Αγίων Δημητρίου, Αγίου Νικολάου, Αγίας Κυριακής και Προφήτη Ηλία.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας έλαβαν μέρος στην προετοιμασία του Αγώνα και όταν ελευθερωθήκαμε, πολλοί δεν θέλησαν να δεχθούν το νόμο και γίνηκαν κλέφτες. Έτσι έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πολλοί Πιτσαδαίοι ήσαν κατσικοκλέφτες. Πάντως την εποχή του Όθωνα και αργότερα, αναφέρονται τα ονόματα του Ηλία Ντρέ, του Σπυρίδωνα, του Ιωάν. Κωστοπούλου, του Λιάκου Κατσαρού, του Χριστόδουλου Σπύρου, που συνέλαβαν έναν ονόματι Κωσταντόπουλο Νικόλαο και τον πήγαν στη Σκαφιδιά του Πιτσαδαίικου βουνού και τον ελευθέρωσε ο αποσπασματάρχης Μαυριλίδης, ενώ πολλούς από αυτούς συνέλαβε και τους μετέφερε στις φυλακές Κερκύρας.
Οι Πιτσαδαίοι δημιούργησαν διαφορές με τους Ζαχολίτες, γιατί την εποχή του εθνικού διχασμού, κατ’ εντολή του Θεοχάρη Ρέντη, ανέβηκαν στη Ζάχολη και έκαψαν πολλά σπίτια. Έτσι, για πολλά χρόνια οι Ζαχολίτες είχαν διακόψει τις σχέσεις τους με τους Πιτσαδαίους. Το βέβαιον είναι ότι το Πιτσά είχε κατά τους νεώτερους χρόνους πολλά θύματα και κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής τόσο από τους Γερμανούς όσο και απ’ τους αντάρτες.
Το Κάτω Πιτσά, που μέσα σ’ αυτό έχει ενσωματωθεί διοικητικά και το Άνω, χτισμένο κατά μήκος της παραλίας του Κορινθιακού έχει έκταση 2 ½ περίπου χιλιόμετρα, με όρια ανατολικά το Κ. Λουτρό και δυτικά τη Λυκοποριά. Είναι ένα πράσινο χωριό που το χωρίζει απ’ τη θάλασσα η παλιά Εθνική οδός Κορίνθου - Πατρών. Έχει 300 καλοχτισμένα σπίτια που συνεχίζονται από περιβόλια με βερικοκιές και λεμονοπορτοκαλιές. Έξω απ’ το χωριό το εξωκλήσι του Αγίου Βασιλείου. Έχει δύο ενορίες με τις εκκλησίες της Αγιά Σωτήρας στα όρια του Λουτρού και του Αγίου Ανδρέα που χτίστηκε το 1911 και γιορτάζει στις 30 Νοεμβρίου.
Το σχολείο, τριθέσιο και νηπιαγωγείο, στεγάζεται σε νεόκτιστο οίκημα. Πρώτος δάσκαλος ήτανο Ψαρρός από το Δερβένι. Ακολούθησε ο Ντόκας Βασίλειος, ο Κων. Σταματόπουλος και τελευταία ο Παν. Κούρτης. Το Κοινοτικό Γραφείο είναι στο κέντρο του χωριού μέσα σε μια πλατεία. Το χωριό έχει Σταθμό Χωροφυλακής, Αγροτικό Ιατρείο, - υπάρχει Εκπολιτιστικός Σύλλογος με αξιόλογη δράση.
Στους εθνικούς αγώνες το Πιτσά είχε και αυτό τα θύματά του. Στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912-1913 σκοτώθηκε στην Άνω Τζουμαγιά ο Χρίστος Δημόπουλος του Αντωνίου. Στη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 οι στρατιώτες: Γεώργιος Κασκαράς του Νικολάου, Χρίστος Ηλιόπουλος του Γεωργίου, Ηλίας Λυμπερόπουλος του Γρηγορίου, Ιωάννης Ντρες του Χρίστου, Νικόλαος Νταλής του Κωνσταντίνου. Το 1944 εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς οι κάτοικοι: Δημήτριος Κυριάκος, Αναστάσιος Κασκαράς, Ιωάννης Κατσούλης, Γεώργιος Ζωγράφος, Ηλίας Ζωγράφος, Κων/νος Κυριάκος, Βασίλειος Κραββαρίτης, Δημήτριος Κασκαράς, Βιολέτα Καραβά, Ευθύμιος Λυμπερόπουλος, Ανδρέας Ηλιόπουλος, Παναγ. Πεύκος, Σωτήριος Χάντες, Ελένη Χάντε, Παναγ. Χάντε, Παναγ. Ντάλης, Ηλίας Κραββαρίτης, Κων/νος Σταματόπουλος, Δημήτριος Δημόπουλος, Ανδρέας Δημόπουλος, Βασίλειος Χριστόπουλος, Γρηγόριος Χάντες.
Από τους αντάρτες εξάλλου εκτελέστηκαν: Γ.Α. Γαρούφος, Α.Δ. Δημόπουλος, Α.Β. Ζοζιόκος, Γ.Α. Ζωγράφος, Τ.Ε. Κατσούλης, Ε.Ε. Κατσούλη, Γ.Η. Κυριάκος, Κ.Β. Μπουζούλας, Χ.Α. Σταματόπουλος, Σ.Σ. Σκαρτσούνης, Α.Α. Φούτρης, Σ.Π. Χάντες, Χ.Β. Χάντες, Χ.Θ. Χάντες.
Το τοπικό συμβούλιο, που εκπροσωπεί σήμερα το χωριό στον δήμο Ξυλοκάστρου το αποτελούν οι: Δαούσης Ανδρέας, Βαλιμήτης Σωτήριος, Κραββαρίτης Κωνσταντίνος, Διαμαντοπούλου - Νικολακοπούλου Βικτώρια και Καραβάς Παναγιώτης (Πρόεδρος Τ.Σ.).
Μεγάλη ήταν η προσφορά των δασκάλων της περιοχής για την ανάπτυξη και την προκοπή του τόπου και ιδιαίτερα για το δημιουργικό έργο μερικών παλιών δασκάλων, όπως του Βασίλη και Σπύρου Ντόκα, που εσφράγισαν με το σπουδαίο έργο τους, ολόκληρη την δυτική Κορινθία.
Ο Βασίλειος Μ. Ντόκας (1874-1962) γεννήθηκε στο Πιτσά και υπηρέτησε εκεί ως δημοδιδάσκαλος επί 38 χρόνια. Υπήρξε και Γραμματέας της Κοινότητας. Χάρη στην πρωτοβουλία και την ενεργητικότητά του χτίστηκε το ωραίο διθέσιο διδακτήριο στο Κάτω Πιτσά, σιδηροδρομικός σταθμός, ταχυδρομείο και τηλεγραφείο, εκκλησία στο Άνω Πιτσά, κ.ά. Πέρα από αυτά, ιστορική είναι η συμβολή του στη γεωργική ανάπτυξη του τόπου που είχε αποτέλεσμα την οικονομική και κοινωνική άνοδο του τόπου. Ο Γεν. Επιθεωρητής Γεωργίας Σπ. Χασιώτης σε έκθεσή του προς το Υπουργείο προτείνει τη βράβευσή του. Ο Επιθεωρητής Δημοτ. Σχολείων Κορινθίας Βας. Παπαγεωργίου στην πρότασή του για ηθική αμοιβή σημειώνει:… "Από τριακονταετίας ασχολούμενος εις μελέτας γεωπονικάς… κατέστη άριστος γεωπόνος καθοδηγών τους γεωργούς εις το θείον έργον των. Αόκνως εργαζόμενος… κατώρθωσε να μεταβάλη την πριν τραχείαν και γυμνήν γην εις ζην της επαγγελίας και τους πριν πενιχρούς αγρότας εις ευκατάστασους και προοδευτικούς…". Η Ακαδημία Αθηνών στην πανηγυρική συνεδρία της της 25ης Μαρτίου 1934 του απένειμε το βραβείο Μπενάκη με χρηματικό έπαθλο 3.000 δραχμών ύστερα από ένα εγκωμιαστικό αιτιολογικό. Και οι συμπολίτες του τον ετίμησαν με διάφορους τρόπους εν ζωή και μετά θάνατον. Ένα είδος βερικοκιάς που εισήγαγε ο Β. Ντόκας ονομάστηκε "βερικοκιά Βασιλάκου" ένας δρόμος "οδός Βασιλείου Ντόκα". Οι κατάφυτες πλαγιές του Πιτσαδαίικου βουνού, με τις ελιές, αμυγδαλιές, κυπαρίσσια και πεύκα, ο κάμπος με τις βερικοκιές, αχλαδιές (κι εδώ η περίφημη κοντούλα), λεμονοπορτοκαλιές, μαρτυρούν και σήμερα το δημιουργικό πέρασμά του.
Ο Σπυρίδων Ηλ. Ντόκας (1875-1939) γεννήθηκε επίσης στο Πιτσά. Εκτός από το πτυχίο του Διδασκαλείου παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έγινε κάτοχος της γαλλικής γλώσσας. Είχε μεγάλη φιλομάθεια. Δημοσίευσε στις τοπικές εφημερίδες άρθρα για λαογραφικά θέματα. Ήταν λάτρης της δημοτικής. Παρακινούσε τους συγχωριανούς του να στέλνουν τα παιδιά τους στο γυμνάσιο και το πανεπιστήμιο, τους ωθούσε να ξεφύγουν από την υπανάπτυξη. Μαζί με το φιλόλογο Γεώργιο Καρούκη και το δάσκαλο Κώστα Σταματόπουλο συνέβαλε στην εξερεύνηση της σπηλιάς Σαφτουλή και την αποκάλυψη των ανεκτίμητων θησαυρών για τους οποίους γίνεται λόγος σε άλλο κεφάλαιο αυτής εδώ της μελέτης. Υπηρέτησε πολλά χρόνια στο σχολείο του χωριού του και στο γειτονικό Λουτρό. Ως δάσκαλος και γραμματέας της Κοινότητας υπηρέτησε και βοήθησε τους συγχωριανούς του στις ανάγκες τους με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Εργάστηκε με ζήλο για τη γεωργική ανάπτυξη του τόπου. Ο Σπ. Χασιώτης θεωρεί το τρίπτυχο Γκολφινόπουλος, Ντόκας και Ντόκας ως τους πρώτους αποστόλους της σπουδαίας δενδροκομικής προόδου στην περιφέρειά τους. Πεθαίνοντας (1939) ευτύχησε να ιδεί επιστήμονες τα παιδιά του: Αλέκο εξαίρετο γιατρό στην Κόρινθο, τον Σωτήριο δόκιμο φιλόλογο και μελετητή της τοπικής παραδόσεως και τον Αγησίλαο φιλόλογο, διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Μονάχου και συγγραφέα αξιόλογων έργων. Τη θυγατέρα του Βάσω παντρεύθηκε ο ντόπιος επίσης φιλόλογος - γυμνασιάρχης Βασ. Φίλης. Το Σπήλαιο του Πιτσά
Το καλοκαίρι του 1934 μια ομάδα από φιλάρχαιους συμπολίτες με επικεφαλής τον φιλόλογο Γεώργιο Β. Καρούκη και τους δασκάλους Κώστα Σταματόπουλο και Βασίλη Ντόκα ανέβηκαν την απότομη πλαγιά του Πιτσαδαίικου βουνού και λίγο πιο κάτω από την κορυφή Σωτήρα βρήκαν τη σπηλιά και κατέβηκαν με μεγάλη δυσκολία μέσα σ’ αυτή. Το θέαμα που αντίκρισαν τους αποζημίωσε για την ταλαιπωρία και δικαίωσε τις αφηγήσεις των παλαιών, που έλεγαν ότι εκεί πάνω στο βουνό είναι η νεραϊδοσπηλιά, που μέσα ζει η πιο όμορφη νεράιδα, σαν μπεις και δεν χαθείς, όλα τα πλούτη του κόσμου θα είναι δικά σου. Από παιδιά άκουγαν αυτό το παραμύθι κι όταν έφθασαν στα βάθη της σπηλιάς κι είδαν τα κατάλοιπα μιας αρχαίας ζωής, αισθάνθηκαν πως είχαν συναντηθεί με μια σελίδα της ιστορίας του τόπου από τις πιο παλιές, ίσως και την πιο παλιά. Αφού κατέβηκαν, προσπάθησαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των αρχών. Αργότερα έγιναν κι άλλες αναρριχήσεις και (σε μια απ’ αυτές καιμε τον Π. Δορμπαράκη) μέχρι που κινήθηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες και στις 4 Απριλίου του 1935 στα πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών καταχωρίσθηκε η ανακοίνωση του Αναστασίου Κ. Ορλάνδου για τα ευρήματα του Σπηλαίου Πιτσάς. Η ανακοίνωση αυτή κατά λέξη πληροφορεί:
"Επ’ ευκαιρία των εγκαινίων της νέας αιθούσης του Μουσείου της Σικυώνος, ήτις εντός 5 μεγάλων προθηκών περιέλαβε και τα ευρήματα της ανασκαφής του σπηλαίου Πιτσάς δεν κρίνω άσκοπον να παραθέσω το ιστορικόν της ανευρέσεώς των και να το συνοδεύσω με μίαν σύντομον περιγραφήν των.
Κατά το θέρος του 1934 ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί της πλαγιάς του βουνού, το οποίον εκτείνεται κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου και υπεράνω του παρά το Ξυλόκαστρον χωρίου Πιτσάς, εύρεν εντός σπηλαίου, γνωστού εις τους εντοπίους ως Σπηλιά του Σαφτουλή, αρχαίον πήλινον ειδώλιον και τινα θραύσματα αγγείων. Οδηγηθέντες εκ της ενδείξεως αυτής οι δημοδιδάσκαλοι Ντόκας και Σταματόπουλος και ο φοιτητής τότε, Καρούκης, επεσκέφθησαν το σπήλαιον και προχωρήσαντες βαθύτερον συνέλεξαν περί τα 30 τεμάχια ειδωλίων και αγγείων. Μεθ’ ό ειδοποιηθείσης της αρχαιολογικής Εφορείας Ναυπλίου μετέβη επί τόπου ο τότε επιμελητής των αρχαίων κ. Μ. Μιτσός, όστις και προέβη εις πρώτην έρευναν του σπηλαίου, καθ’ ήν ανεύρε πολλάς δεκάδας θραυσμάτων αγγείων και ειδωλίων και δη και 4 τεμάχια ξυλίνων εξωγραφισμένων πινάκων, τα οποία εκόμισε εις το Υπουργείον Παιδείας.
Η σπουδαιότης των ευρημάτων ήγαγε την αρχαιολογικήν υπηρεσίαν, εις την απόφασιν της ενεργείας συστηματικής ερεύνης του σπηλαίου της οποίας την διεύθυνσιν μου ενεπιστεύθη, του κ. Μιτσού μετασχόντος και πάλιν μετά πολλού ζήλου.
Η έρευνα του σπηλαίου δεν ήτο εύκολος, διότι και βαθύ είναι και σκοτεινόν και με ολισθηρόν το έδαφος. Δια να φθάσω εις το κάτω μέρος όπου είχον κυλισθεή τα αρχαία εδέησε να προσδεθώ δια σχοινίου και να υποστώ αρκετάς εκδοράς εις βάθος είκοσι μέτρων υπό το φως λυχνιών ασετυλίνης, το οποίον προσπίπτον επί των σταλακτιτών, οίτινες εσχημάτιζον τον ουρανόν του σπηλαίου, με μετέφερεν εις έναν εξωτικόν παραμυθένιον κόσμον, όστις μου επροκάλεσε δέος άμα και απόλαυσιν. Η συλλογή των πηλίνων αρχαίων ήτο πολύ επικίνδυνος, διότι τα στάζοντα επί αιώνας ύδατα του σπηλαίου πίπτοντα επί του πυθμένος εσχημάτισαν πέτρωμα, το οποίον περιέλαβε ως σύνδρομα στοιχεία τα θραύσματα των αρχαίων αγγείων και ειδωλίων. Αλλά οι κόποι μας αντημείφθησαν γενναίως. Οκτώ ολόκληρα κιβώτια πετρελαίου εγέμισαν με θραύσματα αγγείων και ειδωλίων, χαλκών και ξυλίνων αντικειμένων, μάλιστα δε πλαγγόνων, τινάς των οποίων δεικνύουν οι εικόνες 1 και 2. Εκ των πλαγγόνων αυτών άλλαι είναι του 7ου και του 6ου π.Χ. αι. ξοανόμορφοι ή δαιδάλειοι, άλλαι δε πάλιν συνήθη προϊόντα του κορινθιακού και του σικυωνίου κοροπλαστικού εργαστηρίου, εν ω άλλαι είναι του αττικού. Υπάρχουν όμως και μερικαί μεταγενέστεραι, ούτως ώστε να συμπληρούται συνεχής σειρά από του 7ου μέχρι του 3ου π.Χ. αιώνος, τουθ’ όπερ αποδεικνύει την επί αιώνας συνεχή εν τω σπηλαίω λατρείαν. Επειδή δε τα πλείστα των ειδωλίων εικονίζουν γυναικείας θεότητας, αρκετά δε και τον Πάνα και τινας επιτόκους γυναίκας, πρέπει να θεωρήσωμεν ως βέβαιον, ότι το σπήλαιον ήτο αφιερωμένον εις τα Νύμφας, τον Πάνα, ίσωε δε και την θεάν των τοκετών Ειλείθυιαν, ακόμη και εις χθονίας θεότητας. Η λατρεία άλλως τε των Νυμφών πιστοποιείται και από το μοναδικόν εύρημα των ξυλίνων εζωγραφισμένων πινάκων εκ των οποίων εις, χρονολούμενος εις τα μέσα του 5ου π. Χ. αιώνος και εικονίζων ταις Νύμφαις. Πλην δε των πηλίνων ειδωλίων θεοτήτων ευρέθησαν και άφθονα ομοιώματα ζώων - αλέκτορες, περιστεραί, κύνες, ίπποι, χοίροι, ακανθόχοιροι, χελώναι, τέττιγες και αρκεταί μικραί σφίγγες. Ευρέθησαν δ’ ωσαύτως και τινα χαλκά, ήτοι δίσκοι κατόπτρων, δακτύλιοι, μικρά αγγεία, αλέκτωρ, οφιόσχημα βραχιόνια και άλλα εξαρτήματα. Σπουδαίον επίσης εύρημα απετέλεσαν δύο ξύλιναι μικραί πυξίδες με εγχάρακτον διακόσμησιν, ως και μικρά ξυλίνη ολόγλυφος παράστασις δύο μορφών, εκ των οποίων η μία κάθηται. Το σύμπλεγμα τούτο εικονίζει πιθανώτατα τας χθονίας θεότητας, την Δήμητρα και την Κόρην. Ευρέθησαν επίσης και πολλοί οστέινοι αστράγαλοι, αγνύθες, ακόμη δε και καρποί πίτυος (κουκουνάρια) εις τα κατώτερα στρώματα, δεν έλειψαν δ’ αφ’ ετέρου και τα μετά φαγεντιανής εφυαλώσεως ευρήματα, αρύβαλλοι, ακανθόχοιροι και μικρόν άρμα συρόμενον υπό σφιγγών. Τέλος ευρέθησαν και τινα νομίσματα Σικυώνος τα περισσότερα και Κορίνθου και εν βοιωτικόν. Αλλά και αγγείων ήλθεν εις φως μέγα πλήθος, εκ των οποίων αρχαιότερον μεν είναι θραύσμα υστεροελλαδικής εποχής, τα πλείστα όμως είναι του κορινθιακού εργαστηρίου, ως επί το πολύ πυξίδες αντιπροσωπεύονται δε εις αυτά όλαι αι εποχαί, πλεονάζουν όμως τα του λεγομένου ανατολίζοντος ρυθμού, πολλά των οποίων φέρουσιν ωραιοτάτην διακόσμησιν. Υπάρχουσιν ωσαύτως και αττικά μελανόμορφα ληκύθια με παράστασιν κενταύρων, ως και ερυθρόμορφα θραύσματα κρατήρων και αμφορέων. Σκύφων δε των καλουμένων εμβρύων ευρέθησαν εκατοντάδες, ως και πολλαί ανάγλυφοι σφίγγες και άλλα θηρία πραγματικά και φανταστικά.
Ταύτα πάντα, επιμελώς καταταχθέντα εσχάτως, κοσμούσι σήμερον ιδιαιτέραν αίθουσαν του μουσείου της Σικυώνος, το οποίον και μόνον χάριν των νέων ευρημάτων αξίζει τον κόπον μιας επισκέψεως".
Τριάντα χρόνια αργότερα (1965) ο καθηγητής Αν. Ορλάνδος πληροφορούσε το παγκόσμιο κοινό για τα σπουδαία ευρήματα του σπηλαίου Πιτσά με εκτενές άρθρο του στην ιταλική Enciklopedia dell’ Arte Antica Classica e Orientale, τόμος VI, που περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή, ανάλυση, εκτίμηση και χρονολογική τοποθέτηση των ευρημάτων.
"ΠΙΤΣΑ - χωριό της Ελλάδος (νομός Κορινθίας), δυτικά από τη Σικυώνα και το Ξυλόκαστρο, κοντά στον Κορινθιακό κόλπο. Πάνω από αυτό, παράλληλα με την ακτή, υψώνεται ένα αρκετά ψηλό βουνό, με το επιχώριο όνομα Μαύρο βουνό (σωστότερα Μαυριόρο) ανταποκρινόμενο με πολλή πιθανότητα προς τα αρχαία Χελυδόρεα.
Κοντά στην κορυφή ενός από τα δύο αντερείσματά του, πάνω στην οποία φθάνει κανείς μετά από κοπιαστική ανάβαση μιάμισης ώρας, ανοίγεται το στόμιο ενός σπηλαίου βαθειού (περ. 20 μ.), γνωστού στους ανθρώπους του τόπου με το όνομα της Σπηλιάς του Σαφτουλή.
Περιγραφή του Σπηλαίου:
Το στόμιο του σπηλαίου έχει ύψος 2.25 μ. Αμέσως μετά την είσοδο, το βραχώδες έδαφος κατεβαίνει απότομα για διάστημα περ. 20 μέτρων. Έπειτα η σπηλιά γίνεται πολύ σκοτεινή, καθώς ορθώνεται, σαν διαχωριστικός τοίχος, ένας βράχος που υποβαστάζει το θόλο, αφήνοντας από το ένα μέρος κι από το άλλο δύο διαδρόμους που ενώνονται και πάλι πιο χαμηλά. Στο μεταξύ του στομίου και του βράχου διάστημα βρέθηκαν θραύσματα από αγγεία και αγάλματα, πολύ κατεστραμμένα, εξ αιτίας των υδάτων που έσταζαν από ψηλά. Κατά τη συνένωση των δύο διαδρόμων, η κατηφοριά μεγαλώνει, και για 60 μ. περίπου από την είσοδο, ο ουρανός της σπηλιάς φαίνεται σκεπασμένος από σταλακτίτες. Σ’ αυτό το σημείο βρέθηκαν σωροί από πέτρες, μετά το παραμέρισμα των οποίων μαζεύτηκαν θραύσματα από αγγεία, από αγάλματα και άλλα αντικείμενα διαφόρων υλικών, κι ανάμεσά τους τέσσερα τεμάχια από ζωγραφισμένους πίνακες. Τα συναθροισμένα κομμάτια συμπλήρωσαν οκτώ μεγάλα κιβώτια, που αφού παρέμειναν για καιρό στις αποθήκες του μουσείου της Κορίνθου, μεταφέρθηκαν έπειτα στο μουσείο της Σικυώνος.
Τα ευρήματα περιλάμβαναν: α) ειδώλια και τερρακότες, β) αγγεία, γ) άλλα αντικείμενα από χαλκό, από ξύλο, από κόκαλο, δ) αλλά το πιο σημαντικό εύρημα, μοναδικό στο είδος του, είναι οι αναθηματικοί πίνακες από ξύλο, ζωγραφισμένοι, πολύτιμα δείγματα αρχαϊκής ζωγραφικής, των οποίων τα χρώματα διατηρούν ακόμη τη λαμπρότητά τους, ιδίως εκείνος από αυτούς τον οποίο δίνουμε εδώ σε πιστή έγχρωμη αναπαράσταση. Βρέθηκαν τέσσερα πρωτότυπα: δύο ακέραια διαστάσεων 15Χ30 εκατοστομέτρων, πάχος 5Χ2 και δύο καομματισμένα, μικροτέρων διαστάσεων. Στην εξαίρετη διατήρηση του ξύλου πρέπει πολύ να συντέλεσε το κρυσταλλικό στρώμα το εναποτεθειμένο από το στάξιμο του νερού.
ΠΙΝΑΚΑΣ Α΄. Στον καλύτερο από τους διατηρημένους πίνακες, παριστάνεται μια θυσία στην οποία παίρνουν μέρος περισσότερα πρόσωπα (ίσως μια ολόκληρη οικογένεια). Ο βωμός διακρίνεται στο άκρο δεξιό και η φωτιά είναι αναμμένη (στη φωτογραφική αναπαράσταση δεν διακρίνονται οι φλόγες, είναι όμως ορατές στο πρωτότυπο). Είναι ο βωμός μονόλιθος με τα εξωτερικά τοιχώματα κυρτά και ζωγραφισμένα στα πλάγια με μαύρα ορθογώνια στη μορφή τριγλύφων. Το κεντρικό μέρος είναι χρώματος κιτρινωπού και πάνω σ’ αυτό είναι ζωγραφισμένες κηλίδες αίματος (κηλίδες αίματος φαίνονται ζωγραφισμένες στις απεικονίσεις πολλών βωμών προπάντων πάνω σε αγγεία ερυθρόμορφα). Ο βωμός παρουσιάζει από το ένα μέρος κι από το άλλο έναν πυροστάτη ορθογώνιο, λίθινο, αδιακόσμητο, στο εσωτερικό του οποίου απεικονίζεται ο φούρνος. Όμοιοι πυροστάτες παρουσιάζονται σ’ ένα αγγείο μελανόμορφο σύγχρονο με τον πίνακά μας (550-540) από την Όλυνθο, σ’ ένα αρτοφόριο μελανόμορφο της Κύμης και σ’ ένα αγγείο του μουσείου της Κοπεγχάγης. Αργότερα τον συναντούμε με απουλικούς αμφορείς από τον Ρούβον. Αμέσως μετά το βωμό στέκεται, στραμμένη προς αυτόν, μια κόρη, που φορεί τον στενό δωρικό πέπλο χωρίς μανίκια, χρώματος ανοιχτού γαλάζιου (κοβάλτιο) με λευκές ταινίες στολισμένες με μαιάνδρους, κι επάνω ένα μακρύ ιμάτιο κόκκινο αδιακόσμητο. Η νέα γυναίκα, στεφανωμένη με κλαδί μυρτιάς σηκώνει με το αριστερό χέρι ένα μεγάλο δίσκο από τερρακότα, με τις πλευρές ανυψωμένες, μέσα στον οποίο είναι τοποθετημένα συμμετρικά τα αντικείμενα τα αναγκαία για τη θυσία, δηλαδή ένα μεγάλο αρτοφόριο κυλινδρικό στο μέσον και στις πλευρές δύο οινοχόες με μακρύ λαιμό με το δεξί χέρι κρατεί την πρόχουν για τη σπονδή. Πλάι από αυτή λίγο πιο πίσω στέκεται ένα αγόρι, στεφανωμένο κι αυτό, ντυμένο μόνο με ένα ιμάτιο κόκκινο, που αφήνει γυμνή την πλάτη και το δεξιό βραχίονα. Το αγόρι κρατά, δεμένο μ’ ένα σχοινί κόκκινο, ένα πρόβατο, το θύμα, του οποίου το τρίχωμα έχει αποδοθεί σχηματικά με μικρά τρίγωνα ή ρόμβους πυκνούς. Ακολουθούν δύο άλλοι νεαροί, που φορούν το ιμάτιο με τον ίδιο, όπως και το αγόρι, τρόπο και είναι όμοια στεφανωμένοι με κλαδιά. Είναι οι μουσικοί που συνοδεύουν την ιεροτελεστία, ο πρώτος από αυτούς, πράγματι, φέρει και κρούει τη λύρα την επτάχορδη, ο άλλος παίζει το διπλό αυλό (φλάουτο) συνδεδεμένο στα μάγουλα με τη φορβειά (Σημ. δερμάτινο περιστόμιο αυλητών για το μετριασμό της φωνής). Οι μουσικοί ακολουθούνται από τρεις γυναίκες στη σειρά, οι οποίες μόλις έχουν σταματήσει το βάδισμα, σιγανό και ρυθμικό, προς το βωμό, γιατί η θυσία αρχίζει. Οι δύο πρώτες, σταφανωμένες με κλάδους, φορούν το στενό δωρικό ένδυμα, γαλάζιο με ταινία (μπορντούρα) άσπρη απλή ή διακοσμημένη με μαίανδρο, και πάνω από αυτό ένα ιμάτιο κόκκινο. Με το δεξί χέρι κρατούν κλάδους πυκνόφυλλους, σφιγμένους με ταινίες, και τεντώνουν ψηλά σ’ ένδειξη ευλάβειας, το αριστερό χέρι με τα δάχτυλα μικροσκοπικά και ενωμένα. Η τρίτη και τελευταία μορφή ακέφαλη, είναι όλη τυλιγμένη στο γαλάζιο ιμάτιο, φέρει οπωσδήποτε κι αυτή ένα κλαδί με το σκεπασμένο αριστερό χέρι, και έχει το δεξί ελαφρά προτεταμένο κάτω απ’ το ιμάτιο. Πάνω από κάθε μορφή σύμφωνα με την τόσο συχνή στα κορινθιακά αγγεία συνήθεια είναι γραμμένο το όνομα, σε δωρική διάλεκτο αλλά αλφάβητο κορινθιακό, όπως στους πήλινους κορινθιακούς πίνακες του Βερολίνου.
Το όνομα της γυναίκας που στέκεται κοντά στο βωμό πρέπει πιθανώς να διαβαστεί Εθελόνχη. Το όνομα της γυναίκας που στέκεται αριστερά όρθια, ίσως της μητέρας, δεν διαβάζεται πλέον, η επόμενη ονομάζεται Ευθυδίκα και η άλλη Ευκολίς. Μετά το όνομα της δεύτερης από τις γυναίκες που στέκονται αριστερά διαβάζουμε τη φράση… ανέθηκε ταις νύμφαις, χωρίς να σώζεται το πρώτο μέρος που θα πρέπει να περιλάμβανε το όνομα του προσφέροντος (τη θυσία), ίσως μιας γυναίκας. Τέλος μια άλλη επιγραφή, ακρωτηριασμένη κι αυτή στην άνω δεξιά γωνία του κάδρου, λέει… ο Κορίνθιος περιλάμβανε πιθανόν το όνομα του ζωγράφου (βλέπε στην εικόνα).
Ας εξετάσουμε τώρα την τεχνική. Το φόντο είναι εξ ολοκλήρου λευκό (σήμερα ελαφρά κιτρινισμένο) επιτυγχανόμενο με γύψο διαλυμένο σε μια κολλώδη ουσία. Πάνω σ’ αυτό το φόντο, με χέρι σίγουρο και τέλεια ενημερωμένο ως προς τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, σχεδιάστηκαν πρώτα τα λεπτά περιγράμματα των μορφών, κόκκινα για τη γυναικεία σάρκα, μαύρα για τις ενδυμασίες, όπως στις μετόπες του Θέρμου. Οι επιφάνειες, οι περικλειόμενες στα περιγράμματα, συμπληρώθηκαν έπειτα μ’ ένα στρώμα από χρώμα ενιαίο λευκό για τα γυμνά μέρη των γυναικών, κόκκινο για εκείνα των νέων. Οι χιτώνες και τα ιμάτια είναι βαμμένοι αποκλειστικά με γαλάζιο και κόκκινο βαθύ, με μαύρο οι κόμες των αντρών και των γυναικών, με πράσινο (σήμερα κίτρινο) οι κλάδοι των ικετών και τα στεφάνια από φύλλα. Τέλος οι πυροστάτες του βωμού είναι χρωματισμένοι με σκούρο βιολετί, οι πλάκες της βάσεως και του επιστεγάσματος με γαλάζιο. Το κεντρικό σώμα φέρει στο έξω μέρος δύο τριγλύφους μαύρες, ενώ η επιφάνεια ανάμεσα σ’ αυτές αφέθηκε κιτρινωπή. Έχουμε λοιπόν συνολικά έξι ή επτά χρώματα που συναντούμε και σους πίνακες από τερρακότα και στα αγγεία. Τα χρώματα μεταλλικά, διατηρούν θαυμάσια τη φωτεινότητά τους. Όπως στα σύγχρονα έργα κεραμικής, έτσι κι εδώ οι μορφές είναι ευθυγραμμισμένες χωρίς κανένα ζήλο να αποδοθεί το βάθος. Η απεικόνιση είναι γραμμική και επίπεδη χωρίς έξαρση των ανατομικών λεπτομερειών, με το μάτι της αποστάσεως, χωρίς κλιμάκωση των τόνων που μπορούν να δημιουργήσουν μια διάκριση των σημασιών ανάμεσα στις διάφορες επιφάνειες. Μ’ άλλα λόγια τα σώματα έχουν απεικονιστεί χωρίς πλαστικότητα, κυριαρχεί μια αντίληψη στενά διακοσμητική, μόνο ο τονισμός των καμπυλών του σώματος δίνει κατά κάποιον τρόπο την αίσθηση του όγκου του (βλ. ιδίως τη γυναικεία μορφή του μέσου). Ανάλογες συνθήκες συναντούμε σε μερικά χαλκιδικά αρχαία αγγεία.
Στον παρακάτω πίνακά μας παρατηρούμε κιόλας μια μικρή πρόοδο. Έχουν δειλά-δειλά απεικονιστεί, στα ιμάτια, τα διπλωμένα άκρα των πτυχών. Τέτοιο δίπλωμα δεν βλέπει κανείς στα έργα κεραμικής του πρώτου τετάρτου του 6ου αιώνα, ούτε σ’ αυτά του δεύτερου τετάρτου το συναντούμε όμως σε έργο του Εξηκία, του τρίτου τετάρτου του 6ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στον αμφορέα του Βατικανού με την παράσταση της επιστροφής των Διοσκούρων. Ακόμα πιο καθαρά στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα, στον ερυθρόμορφο αμφορέα του Παρισιού αυστηρού ρυθμού, των Όλτου και Παμφαίου. Γενικά σαν βαθμίδα τεχνικής εξελίξεως, οι μορφές οι πιο γειτνιάζουσες προς τις δικές μας είναι εκείνες του δεύτερου Λυδού, του Άμαση και του Εξηκία.
Ο τύπος της ιωνικής κόρης δεν έχει ακόμη επηρεάσει τις δικές μας μορφές όπως τις αντίστοιχες των χαλκιδικών αγγείων (για παράδειγμα εκείνες στον κρατήρα του Βύρτσμπουργκ με τον αποχαιρετισμό του Έκτορα), αλά η φυσικότητα με την οποία το ιμάτιο αφήνει να φαίνεται το στήθος κάτω από το πέπλο είναι, χωρίς αμφιβολία, χαρακτηριστική στις κόρες με το λοξό ιμάτιο. Αν λογαριάσουμε τις διαφορές από τη μεγάλη πλαστική, οι φιγούρες μας είναι πολύ κοντινές προς τις πεπλοφόρες Κόρες της Ακροπόλεως. Για τη χρονολόγηση της ζωγραφικής μας μπορεί να βοηθήσει επίσης η μορφή των αγγείων που χρησιμοποιήθηκαν για τη θυσία, όχι τόσο ο ίδιος ο δίσκος όσο τα αντικείμενα τα περιεχόμενα σ’ αυτόν, δηλαδή το μεγάλο κυλινδρικό αρτοφόριο (pisside) και οι δύο οινοχόες με κωνική βάση και μακρύ λαιμό, που τις απαντούμε ήδη στην αρχαία (625-600 π.Χ.) και στη μέση (600-575 π.Χ.) κορινθιακή περίοδο και επίσης η προχόη ή οινοχόη που κρατεί η θυσιάζουσα. Η ιδιότυπη μορφή αυτού του αγγείου όμοιου με την οινοχόη, που ο Payne τοποθετεί χρονολογικά στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα, παρουσιάζεται εδώ πιο λεπτή. Θα φαινόταν λοιπόν αρκετά νεώτερη, έτσι που να προσγραφεί στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτού του αιώνα αυτός ο τύπος αγγείου παρουσιάζεται και στην Αττική, με μόνη τη διαφορά ότι εκεί η βάση είναι η συνηθισμένη. Το σχήμα της βάσεως στη δική μας προχόη είναι απόλυτα χαρακτηριστικό, και συναντιέται πιο συχνά στις λακωνικές υδρίες, προπάντων σ’ αυτές της Καιρέας, που ανήκουν στο τρίτο τέταρτο του 6ου π.Χ. αιώνα.
Με βάση τα στοιχεία που εξετάσαμε ως εδώ, ο πίνακάς μας φαίνεται πως μπορεί να χρονολογηθεί στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα, πιθανόν στα χρόνια μεταξύ 540 και 530 π.Χ. και με αυτή τη χρονολόγηση συμφωνεί τέλεια το σχήμα των γραμμάτων της επιγραφής.
(Ακολουθεί περιγραφή του πίνακα Β’ που είναι σύγχρονος του Α’ και των πινάκων Γ’ και Δ’ που είναι λίγο μεταγενέστεροι).
Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν αυτοί οι μικροί πίνακες από το ότι βρέθηκαν όχι μακριά από τη Σικυώνα, στη ζώνη δηλαδή που θεωρείτο από τους αρχαίους σαν την κοιτίδα της Ελληνικής Ζωγραφικής. Συμπληρώνεται μ’ αυτούς ένα μεγάλο κενό στην ιστορία της Αρχαϊκής Ζωγραφικής. Παρουσιάζουν πράγματι καθαρή εικόνα της τεχνοτροπίας που επικρατούσε στην Κόρινθο και στη Σικυώνα, όταν η αγγειογραφία είχε πάψει να απεικονίζει την τοπική παράδοση.
Οι ζωγραφιές αυτές, συνθεμένες με πολύ περισσότερα χρώματα, παρ’ ό,τι οι αγγειογραφίες, είναι κάτι σαν μικρογραφίες συγκριτικά με τη σύγχρονη μνημειακή ζωγραφική, από την οποία ωστόσο δεν απομένει τίποτα".
Σήμερα μπορεί να χαρεί κανείς τους τέσσαρες πίνακες (σε πιστά αντίγραφα καμωμένα από ειδικευμένους τεχνίτες - τα πρωτότυπα φυλάσσονται προσεκτικά σε ασφαλέστερη θέση) σε ειδική προθήκη του άνω ορόφου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου